Η Τροιζήνα ήταν πανάρχαια πόλη της νοτιοανατολικής Αργολίδας με επίνειο το λιμάνι "Πώγων" - που βρισκόταν απέναντι από τον Πόρο - στον Σαρωνικό κόλπο σε απόσταση περίπου 3 χλμ. από την πόλη της Τροιζήνας.
Ο πρώτος βασιλιάς αυτής της περιοχής ήταν ο Ώρος, που της έδωσε το όνομα Ωραία.
Ο Άλθηπος - γιος του Ποσειδώνα και της Ληίδας, κόρης του Ώρους - μετονόμασε την Ωραία σε Αλθηπία.
Άλλη ονομασία της περιοχής ήταν Αφροδισία, από τη θεά Αφροδίτη που ετιμάτο ιδιαιτέρως στην περιοχή.
Μετά τον Άλθηπο βασίλευσε ο μυθικός Βασιλιάς Σάρων, από το όνομα του οποίου η περιοχή μετονομάστηκε σε Σαρωνία. Κατά την παράδοση ο Σάρων αγαπούσε πολύ το κυνήγι και για αυτό το λόγο ίδρυσε το ναό της Άρτεμης, κοντά στη Φοιβαία λίμνη.
Επίσης κατά τη μυθολογία, ενώ κυνηγούσε ένα ελάφι πνίγηκε στη θάλασσα, η οποία μετονομάστηκε σε Σαρωνικός Κόλπος.
Μετά τον Σάρωνα, ακολούθεί σειρά άλλων βασιλιάδων, μεταξύ των οποίων ήταν ο Υπέρης και ο Άνθος, γιοι του Ποσειδώνα και της Αλκυόνης, κόρης του Άτλαντα.
Ο γιος του Άνθου, Αέτιος, μετονόμασε την περιοχή αυτή σε Ποσειδωνία, από το θεό Ποσειδώνα που λατρευόταν στην ευρύτερη περιοχή. Μαζί με τον Αέτιο συμβασίλευαν οι γιοι του Πέλοπα (γιος του Τάνταλου) και της Ιπποδάμειας (θυγατέρας τοι Οινομάου), Πιτθέας και Τροιζήν, (στον οποίο οφείλει η ευρύτερη περιοχή το σημερινό της όνομα) και οι οποίοι προσέφεραν πολύ σημαντικό έργο στην περιοχή.
Μετά το θάνατο του Αέτιου και του Τροιζήνα ο μόνος Βασιλιάς της περιοχής που απέμεινε ήταν ο Πιτθέας, ο οποίος και ονόμασε την περιοχή Τροιζήνα προς τιμήν του αδελφού του.
Ο μύθος του Θησέα

Κόρη του Πιτθέα υπήρξε η Αίθρα η οποία παντρεύτηκε το βασιλιά των Αθηνών Αιγέα και γέννησε στην Τροιζήνα τον Θησέα, τον σημαντικότερο ήρωα μετά τον Ηρακλή, όχι μόνο του τόπου αλλά και όλης της Ελλάδας.
Σύμφωνα με το μύθο ο Αιγέας αν και είχε παντρευτεί δύο φορές, δεν είχε αποκτήσει διάδοχο. Μια μέρα αποφάσισε να ταξιδέψει μέχρι το μαντείο των Δελφών, για να συμβουλευτεί την ιέρεια του ναού του Απόλλωνα. Η Πυθία έδωσε στον Αιγέα τον παρακάτω χρησμό: «Αιγέα, πρόσεχε! Μην ανοίξεις το λαιμό του ασκού με το κρασί πριν επιστρέψεις στην Αθήνα». Ο βασιλιάς δεν κατάλαβε τι σήμαινε ο χρησμός. Παρακάλεσε για περισσότερες εξηγήσεις, μα εκείνη έμεινε σιωπηλή.
Στην επιστροφή ο Αιγέας θυμήθηκε πως ο βασιλιάς της Τροιζήνας Πιτθέας, σοφός και έμπειρος άνθρωπος ίσως μπορούσε να τον βοηθήσει. Ο Αιγέας πήγε στον Πιτθέα και του διηγήθηκε τι είχε ειπωθεί στο μαντείο. Ο Πιτθέας προσποιήθηκε πως δεν μπορούσε να καταλάβει τη σημασία του χρησμού, αλλά στην πραγματικότητα είχε ήδη ένα σχέδιο στο μυαλό του. Ο Πιτθέας είχε μια κόρη σε ηλικία γάμου, την Αίθρα κι έτσι είδε την ευκαιρία να παντρέψει την κόρη του με τον ισχυρό άνδρα της Αθήνας. Στο γεύμα που οργάνωσε προς τιμήν του φιλοξενούμενου του το κρασί έρεε άφθονο και, σύμφωνα με τις διαταγές του βασιλιά της Τροιζήνας, το ποτήρι του Αιγέα δεν έμενε ποτέ άδειο. Ο Αιγέας δεν άργησε να μεθύσει κι έτσι κοιμήθηκε με την όμορφη Αίθρα, όπως είχε σχεδιάσει ο Πιτθέας. Εκείνο το βράδυ η Αίθρα συνέλαβε το Θησέα.
Η σύλληψη του Θησέα έγινε στο νησάκι Σφαιρία το οποίο μπορεί να προσεγγίσει κανείς και με τα πόδια από τη στεριά πατώντας επάνω σε μια σειρά από σκοπέλους. Μετά τον ιερό γάμο της Αίθρας το νησάκι ονομάστηκε Ιερά. Ο μύθος που θέλει πραγματικό πατέρα του Θησέα τον Ποσειδώνα διηγείται ότι την ώρα που περνούσε η Αίθρα πάνω από τους σκοπέλους για να συναντήσει τον Αιγέα δέχθηκε το θαλάσσιο αγκάλιασμα του θεού και συνέλαβε τον ήρωα προτού σμίξει με τον θνητό σύζυγό της. Σύμφωνα με μια άλλη διήγηση, η Αίθρα οδηγήθηκε στη Σφαιρία ύστερα από ένα όνειρο που της έστειλε η θεά Αθηνά, προκειμένου να προσφέρει θυσία στο πνεύμα του νεκρού ηνιόχου του Πέλοπα, Σφαίρου ή Μυρτίλου του οποίου το μνήμα υποτίθεται ότι βρισκόταν επάνω στο νησάκι. Τόσο η σφαίρα όσο και η μυρτιά συμβόλιζαν την γαμήλια ένωση.
Στους μύθους για την γέννηση του Θησέα πρωταγωνιστούν ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, δύο θεοί άρρηκτα συνδεδεμένοι με την πόλη της Αθήνας. Μετά τη σειρά των χθονίων βασιλέων φαντάζει πολύ ταιριαστός ο ερχομός ενός βασιλιά γεννημένου από τη θάλασσα με τη συγκατάθεση βέβαια της προστάτιδας θεάς. Ακόμη και οι θνητοί γονείς του αποτελούν καθρεφτίσματα των δύο θεών στο γήινο επίπεδο. Η Αίθρα ήταν ιέρια της θεάς Αθηνάς και το όνομά της σημαίνει το ουράνιο φως. Το όνομα του Αιγέα φανερώνει θαλάσσια φύση καθώς ο Αθηναίος βασιλιάς υπήρξε ένα είδος αντανάκλασης του θεού Ποσειδώνα στον κόσμο των θνητών.
Όταν έφτασε ο καιρός που ο Αιγέας έπρεπε να επιστρέψει στην Αθήνα, το μωρό δεν είχε ακόμα γεννηθεί. Πριν, όμως, φύγει από την Τροιζήνα αποφάσισε να αφήσει στον Πιτθέα δύο από τα πιο αγαπημένα του αντικείμενα: το πολύτιμο σπαθί του, που είχε λαβή από ελεφαντόδοντο, και τα αγαπημένα του χρυσά σανδάλια.
«Θέλω ν' αφήσω εδώ, στην πόλη όπου θα γεννηθεί ο διάδοχός μου, αυτά τα αγαπημένα μου πράγματα, θα σκάψω ένα λάκκο κάτω από ένα βράχο για να τα κρύψω και θα πρέπει να μείνουν εκεί μέχρι την ημέρα που ο γιος μου θα γίνει άντρας. Μόνο τότε θα μάθει ποιος είναι ο πατέρας του και θα του επιτρέψετε να έρθει να με βρει στην Αθήνα. Όταν τον δω να φορά τα σανδάλια μου και να κρατά το αγαπημένο μου σπαθί, θα τον αναγνωρίσω και θα τον δεχτώ στην πόλη μου με τις τιμές που αρμόζουν σε ένα μελλοντικό βασιλιά». Αυτές ήταν οι οδηγίες του Αιγέα προς τον Πιτθέα... Έτσι, ο Θησέας γεννήθηκε στην Τροιζήνα και μεγάλωσε σαν πρίγκιπας στην αυλή του παππού του.
Ο Θησέας πέρασε την παιδική του ηλικία προστατευμένος στο παλάτι του παππού του Πιτθέα. Ήταν όμως ένα παιδί που ανυπομονούσε να μεγαλώσει και να ριχτεί σε περιπέτειες.
Κάποτε ο Ηρακλής πέρασε απ’ την Τροιζήνα και τον φιλοξένησε στο παλάτι ο βασιλιάς Πιτθέας. Όταν κάθισαν να φάνε, ο Ηρακλής έβγαλε τη λεοντή και την άφησε στο πάτωμα. Μια παρέα παιδιών βλέποντας τη λεοντή νόμισαν ότι ήταν ζωντανό λιοντάρι και το έβαλαν στα πόδια. Ο Θησέας ήταν 7 χρονών και νομίζοντας πως έβλεπε αληθινό λιοντάρι, άρπαξε ένα τσεκούρι κι όρμησε να το σκοτώσει. Από τότε, οι δρόμοι του Θησέα και του Ηρακλή θα διασταυρώνονταν πολλές φορές στο μέλλον. Η διαφορά με τον Ηρακλή είναι ότι ο Θησέας στους άθλους του συναντά ανθρώπους και όχι τέρατα.
Όταν ο Θησέας μεγάλωσε, επισκέφθηκε τον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς όπου αφιέρωσε, σύμφωνα με το έθιμο, τις παιδικές μπούκλες του. Όταν γύρισε από το ταξίδι του, η Αίθρα τού έδειξε το βράχο. Εκείνος τον σήκωσε, πήρε τα δώρα του πατέρα του και έφυγε για την Αθήνα. Δε θέλησε να πάει με καράβι. Προτίμησε το δρόμο της στεριάς που ήταν γεμάτος κινδύνους.
Ο Θησέας κατά τη διαδρομή του προς την Αθήνα, διαμέσου της ξηράς, επάλευσε και σκότωσε το γίγαντα Περιφήτη, στον Ισθμό τον Σίνι, τον Κρομμυώνυμο κάπρο, τον κακοποιό Σκείρωνα, στην Ελευσίνα τον Κεκρυόνα, και στις όχθες του Αττικού Κηφισσού τον Προκρούστη.
Το μεγαλύτερο όμως από τα ανδραγαθήματα που έκανε ο Θησέας, ήταν ο σκοτωμός του Μινώταυρου.
Για τη μετέπειτα ζωή της Αίθρας καταγράφηκαν ποικίλοι μύθοι που τη φέρουν αναμεμειγμένη με την πρώτη απαγωγή της Ωραίας Ελένης της Σπάρτης από το γιο της, Θησέα (υπήρξε φύλακας της απαχθείσης στις Αφίδνες), όσο και της δεύτερης απαγωγής της από τον Πάρη (οπότε και συνόδευσε την απαχθείσα στην Τροία). Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την άλωση της Τροίας από τους Έλληνες και κατά μία μυθολογική εκδοχή αυτοκτόνησε.
Εκτός από τα παραπάνω φαίνεται ότι η Τροιζήνα είχε στενή σύνδεση με την Αθήνα και από την παράδοση ότι ο Τροιζήν ήταν πατέρας του Ανάφλυστου και του Σφήτου, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Αττική και έδωσαν το όνομά τους στους ομώνυμους Δήμους.
Στενή σχέση με την Τροιζήνα έχει και ο τραγικός μύθος του Ιππολύτου (γιου του Θησέα από την αμαζόνα Αντιόπη) και της Φαίδρας (θυγατέρας του Μίνωα και της Πασιφάης).
Σύμφωνα πάντα με τη μυθολογία, μετά το θάνατο της Αντιόπης, ο Θησέας νυμφεύθηκε τη Φαίδρα και έστειλε τον Ιππόλυτο, μικρό παιδί ακόμα, στον Πιτθέα, προκειμένου να ανατραφεί εκεί και να γίνει βασιλιάς της Τροιζήνας.
Αργότερα, όταν ο Πάλλας (αδερφός του Αιγέα) και οι γιοι του (50 Παλλαντίδες) στασίασαν εναντίον του Θησέα, ο ήρωας τους σκότωσε και πήγε στην Τροιζήνα, για να καθαρθεί.
Στο ταξίδι αυτό η Φαίδρα είδε για πρώτη φορά τον νεαρό Ιππόλυτο, τον ερωτεύτηκε και προσπάθησε να κερδίσει την αγάπη του στέλνοντάς του γράμμα με την τροφό της αλλά απέτυχε (βλ. Ευριπίδη Ιππόλυτος Στεφανηφόρος, που γράφτηκε το 428 π.Χ.) και έτσι αποφάσισε να αυτοκτονήσει.
Ο μύθος του Ιππόλυτου
Ο Ιππόλυτος ήταν γιος του ήρωα και βασιλιά της Αθήνας, Θησέα, και της πρώτης του συζύγου, της Αμαζόνας Αντιόπης. Ήταν ένας νέος γεμάτος καλοσύνη και είχε 2 αγάπες στις οποίες αφοσιώθηκε: Τα άλογα και την παρθένο θεά Άρτεμη, στην οποία είχε ορκιστεί αιώνια αγνότητα. Αυτό γέμισε με ζήλεια την θεά του έρωτα, Αφροδίτη, η οποία έβλεπε τον Ιππόλυτο να μην την τιμάει όπως οι άλλοι νέοι που της προσέφεραν τιμές και ζητούσαν την βοήθεια της όταν ήταν ερωτευμένοι. Για αυτό κι αποφάσισε να τιμωρήσει σκληρά τον όμορφο νέο.
Ο Θησέας μετά τον θάνατο της πρώτης του συζύγου, Αντιόπης, παντρεύτηκε την κόρη του Μίνωα, Φαίδρα. Η Αφροδίτη λοιπόν έκανε την Φαίδρα να ερωτευτεί παράφορα τον γιό του άνδρα της και μάλιστα σκεφτόταν να εγκαταλείψει το Θησέα προκειμένου να είναι μαζί του. Ο Ιππόλυτος αηδιασμένος από την συμπεριφορά της μητριάς του και μη μπορώντας να προδώσει τον πατέρα του αλλά και την Άρτεμη, την απέκρουσε. Η Φαίδρα, απογοητευμένη από την άρνηση του ανθρώπου που τόσο ξαφνικά αγάπησε, αλλά και φοβούμενη ότι μπορεί εκείνος να την αποκάλυπτε στον πατέρα του -ο οποίος εκείνες τις ημέρες έλειπε από το παλάτι- αποφάσισε να αυτοκτονήσει και να παρασύρει κι εκείνον στην καταστροφή. Έσκισε τα ρούχα της, έγραψε ένα γράμμα στον Θησέα κι αναφωνώντας (κατά τον Ευριπίδη) «Πικρού έρωτος ηττηθήσομαι», κρεμάστηκε.
Όταν ο Θησέας επέστρεψε κι έμαθε για την αυτοκτονία της γυναίκας του και διάβασε το γράμμα στο οποίο κατηγορούσε τον Ιππόλυτο ότι προσπάθησε να την βιάσει, εξοργίστηκε και μίσησε το γιό του. Ανέκρινε το γιο του αλλά ήταν ήδη αρνητικά προκατειλημμένος εναντίον του. Τυφλωμένος από τον θυμό του έδιωξε το γιό του από το παλάτι. Ο Ιππόλυτος, πληγωμένος απ’ την αδικία του πατέρα του, αποφάσισε να πάει στην Τροιζήνα, στην γιαγιά του Αίθρα.
Ο Θησέας όμως θέλησε να κάνει τον γιό του να πληρώσει για την ατιμία που νόμισε ότι διέπραξε. Για αυτό ζήτησε από τον πατέρα του, τον Ποσειδώνα, να μην αφήσει ποτέ τον γιό του να φτάσει στην Τροιζήνα αλλά να τον τιμωρήσει για το έγκλημα του. Πράγματι, ο θεός έστειλε ένα ταύρο που ξεπήδησε ξαφνικά από τη θάλασσα και κατατρόμαξε τα άλογα που έσερναν το άρμα του Ιππόλυτου. Τα αφηνιασμένα ζώα αναποδογύρισαν τότε το άρμα του Ιππολύτου και τον τσάκισαν τον νεαρό στα βράχια. Μάλιστα, το όνομα του ήρωα σημαίνει ακριβώς αυτό: «την ώρα που τα άλογα λύονται».
Ο Ιππόλυτος είναι ο θνήσκων θεός της βλάστησης. Στην Τροιζήνα λατρευόταν ως θεός και ως ήρωας. Υπήρχε αξιόλογο τέμενος προς τιμήν του, κατά τον Παυσανία, το επιφανέστατο «Ιππολύτειο Ιερό». Σύμφωνα με την παράδοση, ο θεός Ασκληπιός ανέστησε, μετά από παρακλήσεις της Αρτέμιδος, τον Ιππόλυτο κι από τότε έζησε μέσα σ' ένα δάσος και η λατρεία του συνδέθηκε με αυτή του Ασκληπιού.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, παρά το ότι υπήρχαν δύο υποτιθέμενοι τάφοι του Ιππολύτου, ο ένας στην Τροιζήνα και ο άλλος στην Αθήνα, οι Τροιζήνιοι δεν παραδέχονταν ότι όντως πέθανε, ούτε έδειχναν κανέναν τάφο σε όποιον ρωτούσε. Αντιθέτως, η απάντησή τους ήταν ότι ο Ιππόλυτος αναλήφθηκε στους ουρανούς και έγινε ο αστερισμός του Ηνιόχου.
Σύμφωνα με μεταγενέστερη παράδοση, όταν ο Ασκληπιός ανέστησε τον Ιππόλυτο, τον πήρε μαζί της η Άρτεμις και τον μετέφερε στο ιερό της στην ιταλική λίμνη Νέμι. Εκεί ο Ιππόλυτος πήρε την προσωνυμία «Βίρμπιους», δηλαδή ο άνθρωπος που ξανάζησε.
Η μορφή ενός νέου που χάνεται από την ερωτική μανία μιας θεάς, γιατί στην πραγματικότητα δεν είναι η Φαίδρα που αφανίζει τον ήρωα αλλά η Αφροδίτη, υπήρχε στην λατρευτική παράδοση της Βαβυλώνας, της Βύβλου, της Συρίας, της Κύπρου, της Ελλάδας και της Ρώμης αργότερα. Πρόκειται για τον κατώτερο πάρεδρο μιας Μεγάλης Μητέρας-Θεάς που εναλλακτικά αγαπάει και καταστρέφει.
Ο μύθος, ιδιαίτερα δημοφιλής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, απασχόλησε και τους τραγικούς ποιητές Ευριπίδη και Σοφοκλή, που συνέγραψαν –αντιστοίχως– τα έργα «Ιππόλυτος» και «Φαίδρα». |